μυθήσασθε

μυθήσασθε
μῡθήσασθε , μυθέομαι
speak
aor imperat mp 2nd pl
μῡθήσασθε , μυθέομαι
speak
aor ind mp 2nd pl (homeric ionic)
μυθέω
speak
aor imperat mid 2nd pl
μυθέω
speak
aor ind mid 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νημερτής — ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες) ζωολ. οι νημερτίνοι αρχ. 1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”